αυλακιά — η το αυλάκι που ανοίχτηκε με το αλέτρι ή άλλο εργαλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλάκια — αὐλάκιον trace furrows on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλακώνω — 1. ανοίγω αυλάκια στο έδαφος ή δημιουργώ αυλακιές σε οποιαδήποτε επιφάνεια 2. (για υγρά) διασχίζω ή διατρέχω μια επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια 3. φρ. (για τα πλοία) «αυλακώνω τις θάλασσες» διασχίζω τις θάλασσες, ταξιδεύω 4. σχηματίζω αυλάκια,… … Dictionary of Greek
καταλοκίζω — (Α) κόβω, σχηματίζω αυλάκια («κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθα» έχουμε κάνει αυλάκια στα πρόσωπα μας με τα νύχια, Ευ p.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλοκίζω «ανοίγω αυλάκια» (< ἄλοξ «αύλακα»)] … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… … Dictionary of Greek
αυλακιάζω — 1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά 2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία») … Dictionary of Greek
διαυλακώνω — και διαυλακίζω (Α) 1. ανοίγω αυλάκια, αυλακώνω, αυλακιάζω 2. διασχίζω γρήγορα έναν τόπο σα να σχηματίζω αυλάκια («κεραυνοί διαυλάκωναν τον ουρανό») … Dictionary of Greek
περιαυλακίζω — ΜΑ ανοίγω αυλάκια ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐλακίζω «ανοίγω αυλάκια»] … Dictionary of Greek
πολυαύλαξ — ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια 2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὖλαξ, ακος (πρβλ. ολιγ αύλαξ)] … Dictionary of Greek